- εσώτατος
- -η, -ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, -ον)αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ' όλους, ο ενδότατος, ο μύχιοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το εσώτατοα) το εσώτερο, το βαθύτερο μέροςβ) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση.επίρρ...εσώτατα (Α ἐσωτάτω)ενδότατα, μέσα μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -τατος, κατάλ. υπερθ. βαθμού (πρβλ. ανώ-τατος, εξώ-τατος)].
Dictionary of Greek. 2013.